- επίτηκτος
- ἐπίτηκτος, -ον (Α)1. ο περιχυμένος, καλυμμένος από λειωμένο μέταλλο2. (ειδ.) επίχρυσος3. ο καλυμμένος, στολισμένος με χρυσό ή με επίχρυσα κοσμήματα4. μτφ. τεχνητός, προσποιητός, πλαστός, κίβδηλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τηκτός (< τήκω «λειώνω»).
Dictionary of Greek. 2013.